ἐφυστερήκει

ἐφυστερήκει
ἐφῡστερήκει , ἐπί-ὑστερέω
to be behind
plup ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εφυστερώ — ἐφυστερῶ, έω (Α) 1. υστερώ, καθυστερώ («ὅσα ἐφυστερήκει τοῑς καιροῑς», Ιώσ.) 2. γίνομαι ύστερα 3. (με γεν.) μένω πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑστερῶ (< ὕστερος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”